χερσοτόπι

χερσοτόπι
το , χερσάτοπος ο залежь, целина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χερσοτόπι" в других словарях:

  • χερσοτόπι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαφιοχωρίου. * * * το, Ν ο χερσότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + τόπος (πρβλ. βοσκο τόπι)] …   Dictionary of Greek

  • χερσοτόπι — το βλ. χερσότοπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Polykastro — Stadtgemeinde Polykastro (1986–2010) Δήμος Πολυκάστρου (Πολύκαστρο) …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»